- αλατισμένος
- tuzlanmış, tuzlu
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
έφαλμος — έφαλμος, ον (Α) ποτισμένος με άλμη, αλατισμένος, αλμυρός («ἔφαλμα βρώματα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλμη (< ἅλς «θάλασσα»)] … Dictionary of Greek
ακρόπαστος — ον (α) ο ραντισμένος με αλάτι στην εξωτερική επιφάνεια του, ο λίγο αλατισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
αλίπαστος — (I) η, ο [λιπάζω] αυτός που δεν λιπάνθηκε με χημικό λίπασμα, ο αλίπαντος*. (II) η, ο (Α ἁλίπαστος, ον) παστός, αλατισμένος, διατηρημένος σε άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ρηματ. επίθ. παστός < πάσσω «πασπαλίζω, περιχύνω, ραντίζω»] … Dictionary of Greek
αλίτης — Ορυκτό αλάτι (χλωριούχο νάτριο) που συναντάται σε ηφαιστειακά πετρώματα και στην Ελλάδα. * * * (I) ἀλίτης, ο (Α) παράλληλος τύπος τής λέξης ἀλείτης*, ο αμαρτωλός. (II) ο (Α ἁλίτης) [ἅλς] νεοελλ. το ορυκτό αλάτι αρχ. ως επίθ. 1. αλατισμένος,… … Dictionary of Greek
αλατίζω — (Α ἀλατίζω) πασπαλίζω με αλάτι, ρίχνω αλάτι σε φαγητό νεοελλ. 1. σκεπάζω με αλάτι, παστώνω 2. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζω, διανθίζω με ευφυολογήματα 3. δίνω αλάτι ως τροφή στα κατοικίδια θηλαστικά 4. φρ. «αλατίζω κάποιον (στο ξύλο)», τον δέρνω… … Dictionary of Greek
αλατερός — ή, ό [αλάτι] 1. (για τροφή) αυτός που περιέχει πολύ αλάτι, ο πολύ αλατισμένος 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η αλατερή* ή το αλατερό* … Dictionary of Greek
αλιαρός — ἁλιαρός, όν (Μ) [ἅλς] αλατερός, αλατισμένος, αρμυρός … Dictionary of Greek
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
αλυκάτος — ἁλυκᾶτος, η, ον (A) [ἁλυκός] αλατισμένος, παστός … Dictionary of Greek
κάθαλος — κάθαλος, ον (Α) 1. πολύ αλατισμένος, βουτηγμένος στ αλάτι 2. (ως κωμ. έκφρ.) ο μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άλος (< ἅλς, ἁλός), πρβλ. ἄν αλος] … Dictionary of Greek
παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… … Dictionary of Greek